ερωτοκράτης

ερωτοκράτης
ἐρωτοκράτης και ἐρωτοκράτωρ, ὁ (Μ)
αυτός που κυριαρχεί στους ανθρώπους, ο δυνάστης («ἐρωτοκράτης Ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -κράτης < κράτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ερωτοκράτωρ — ο βλ. ερωτοκράτης …   Dictionary of Greek

  • ερωτοκρατία — ἐρωτοκρατία, ἡ (Μ) [έρωτοκράτης] η κυριαρχία, η δύναμη τού έρωτα …   Dictionary of Greek

  • ερωτοκρατώ — ἐρωτοκρατῶ (Μ) [ερωτοκράτης] κυριαρχώ στον έρωτα, εξουσιάζω στον έρωτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”